LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Encipher
/ɛnsˈaɪfə/
/ɛnsˈaɪfɚ/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "encipher"
to encipher
ΡΉΜΑ
01
convert ordinary language into code
word family
cipher
cipher
Verb
encipher
Verb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
enchondroma
enchiridion
enchilada
enchantress
enchantment
encircle
encircled
encirclement
encircling
enclave
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App