LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
En masse
/ɒn mˈas/
/ɑːn mˈæs/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "en masse"
en masse
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
μαζικά
in a manner that involves a significant number of people or things as a group
as a group
en bloc
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App