LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Emulator
/ˈɛmjʊlˌeɪtɐ/
/ˈɛmjəˌɫeɪtɝ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "emulator"
Emulator
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
someone who copies the words or behavior of another
word family
emul
emul
Verb
emulate
Verb
emulator
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
emulation
emulate
emu novaehollandiae
emu
ems
emulous
emulously
emulsifier
emulsify
emulsion
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App