LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Empty-handed
/ˈɛmptihˈandɪd/
/ˈɛmptiˈhændɪd/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "empty-handed"
empty-handed
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
carrying nothing in the hands
02
having acquired or gained nothing
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
empty-bellied
empty words
empty vessels make the most noise
empty tomb
empty the water jar until the rain falls
empty-headed
empty-netter
emptying
empurple
empurpled
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App