Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Emigrant
01
μετανάστης, αποδημών
someone who moves from one country to another with the intention of settling there permanently
Παραδείγματα
Ellis Island was the gateway for millions of European emigrants seeking a new life in the New World.
Το νησί Έλις ήταν η πύλη εισόδου για εκατομμύρια Ευρωπαίους μετανάστες που αναζητούσαν μια νέα ζωή στον Νέο Κόσμο.
Australian history was shaped by the British convicts and later free settlers who came as emigrants.
Η ιστορία της Αυστραλίας διαμορφώθηκε από τους Βρετανούς καταδίκους και αργότερα από τους ελεύθερους αποίκους που ήρθαν ως μετανάστες.
Λεξικό Δέντρο
emigration
emigrant
emigrate



























