LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Elemi
/ˈɛlɪmˌi/
/ˈɛlɪmi/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "elemi"
Elemi
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
fragrant resin obtain from trees of the family Burseraceae and used as incense
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
elements
elementary school
elementary particle
elementary geometry
elementary education
eleocharis
eleocharis acicularis
eleocharis dulcis
eleocharis palustris
eleonora duse
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App