electron
e
ˌɪ
ι
lect
ˈlɛkt
λεκτ
ron
rɑn
ραν
British pronunciation
/ɪlˈɛktɹɒn/

Ορισμός και σημασία του "electron"στα αγγλικά

01

ηλεκτρόνιο, μικρό σωματίδιο σε ένα άτομο με αρνητικό φορτίο

a small particle in an atom with negative charge
example
Παραδείγματα
Electrons flow through wires to create electric current.
Τα ηλεκτρόνια ρέουν μέσω των καλωδίων για να δημιουργήσουν ηλεκτρικό ρεύμα.
In photosynthesis, plants use sunlight to excite electrons in chlorophyll.
Στη φωτοσύνθεση, τα φυτά χρησιμοποιούν το φως του ήλιου για να διεγείρουν τα ηλεκτρόνια στη χλωροφύλλη.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store