Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Electric car
01
ηλεκτρικό αυτοκίνητο, ηλεκτρικό όχημα
a car that has electricity as its power source instead of gasoline or diesel
Παραδείγματα
The electric car is gaining popularity due to its eco-friendly features and low operating costs.
Το ηλεκτρικό αυτοκίνητο κερδίζει δημοτικότητα λόγω των φιλικών προς το περιβάλλον χαρακτηριστικών του και των χαμηλών λειτουργικών του κόστων.
She decided to buy an electric car to reduce her carbon footprint and save on gas expenses.
Αποφάσισε να αγοράσει ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο για να μειώσει το αποτύπωμά της στον άνθρακα και να εξοικονομήσει στα έξοδα βενζίνης.



























