LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Eightsome
/ˈeɪtsʌm/
/ˈeɪtsʌm/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "eightsome"
Eightsome
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a Scottish reel for eight dancers
02
eight people considered as a unit
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
eightpenny nail
eightpenny
eightpence
eightieth
eighth note
eightvo
eighty
eighty-eight
eighty-fifth
eighty-five
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App