LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Ectomorphic
/ˌɛktəmˈɔːfɪk/
/ˌɛktəmˈoːɹfɪk/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "ectomorphic"
ectomorphic
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having a build with little fat or muscle but with long limbs
endomorphic
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
ectomorph
ectodermic
ectodermal
ectoderm
ectoblast
ectomorphy
ectoparasite
ectopia
ectopic
ectopic gestation
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App