Earsplitting
volume
British pronunciation/ˈiəsplɪtɪŋ/
American pronunciation/ˈɪɹsplɪɾɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "earsplitting"

earsplitting
01

loud enough to cause (temporary) hearing loss

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store