LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Eagle-eyed
/ˈiːɡəlˈaɪd/
/ˈiːɡəlˈaɪd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "eagle-eyed"
eagle-eyed
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
capable of seeing to a great distance
word family
eagle-eyed
eagle-eyed
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
eagle scout
eagle ray
eagle owl
eagle eye
eagle
eagles catch flies
eagles fly alone but sheep flock together
eaglet
eagre
eamon de valera
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App