LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Dynamic electricity
/daɪnˈamɪk ɪlɛktɹˈɪsɪtˌi/
/daɪnˈæmɪk ɪlɛktɹˈɪsɪɾi/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "dynamic electricity"
Dynamic electricity
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a flow of electric charge
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
dynamic character
dynamic balance
dynamic
dyirbal
dying is as natural as living
dynamic headroom
dynamic host configuration protocol
dynamic message sign
dynamic posturography
dynamic syntax
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App