Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Duffel
01
μεγάλη σακούλα, αποσκευές
a large cylindrical bag of heavy cloth; for carrying personal belongings
02
duffel, χοντρό βαριά μάλλινo ύφασμα
a coarse heavy woolen fabric
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μεγάλη σακούλα, αποσκευές
duffel, χοντρό βαριά μάλλινo ύφασμα