Ductility
volume
British pronunciation/dʌktˈɪlɪti/
American pronunciation/dəkˈtɪɫəti/

Ορισμός και Σημασία του "ductility"

01

the malleability of something that can be drawn into threads or wires or hammered into thin sheets

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store