LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Dry walling
/dɹˈaɪ wˈɔːlɪŋ/
/dɹˈaɪ wˈɔːlɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "dry walling"
Dry walling
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the activity of building stone walls without mortar
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
dry wall
dry vermouth
dry up
dry unit
dry spell
dry wash
dry-bulb thermometer
dry-clean
dry-cleaned
dry-dock
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App