LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Alpha-tocopheral
/ˈalfətˈɒkəfəɹəl/
/ˈælfətˈɑːkəfɚɹəl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "alpha-tocopheral"
Alpha-tocopheral
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a potent form of vitamin E obtained from germ oils or by synthesis
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
alpha-naphthol test
alpha-naphthol
alpha-lipoprotein
alpha-linolenic acid
alpha-interferon
alphabet
alphabet soup
alphabetic
alphabetic character
alphabetic script
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App