LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Drudge
/dɹˈʌdʒ/
/ˈdɹədʒ/
Noun (2)
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "drudge"
Drudge
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a laborer who is obliged to do menial work
02
one who works hard at boring tasks
to drudge
ΡΉΜΑ
01
work hard
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
drubbing
drub
drowsy
drowsing
drowsiness
drudgery
drudging
drug
drug abuse
drug addict
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App