Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dress uniform
/dɹˈɛs jˈuːnɪfˌɔːɹm/
/dɹˈɛs jˈuːnɪfˌɔːm/
Dress uniform
01
επίσημη στολή, τελετουργική στολή
a military or civilian uniform worn for ceremonial or formal occasions
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
επίσημη στολή, τελετουργική στολή