Drenched in
volume
British pronunciation/dɹˈɛntʃt ˈɪn/
American pronunciation/dɹˈɛntʃt ˈɪn/

Ορισμός και Σημασία του "drenched in"

drenched in
01

abundantly covered or supplied with; often used in combination

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store