Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Alma mater
01
alma mater, πρώην πανεπιστήμιο
the university, college, or school that one used to study at
Παραδείγματα
She returned to her alma mater to give a guest lecture.
Επέστρεψε στο alma mater της για να δώσει μια διαλέξη ως καλεσμένη.
The alumni gathered to celebrate the centennial of their alma mater.
Οι απόφοιτοι συγκεντρώθηκαν για να γιορτάσουν την εκατονταετία της alma mater τους.



























