LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Dorm room
/dˈɔːm ɹˈuːm/
/dˈɔːɹm ɹˈuːm/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "dorm room"
Dorm room
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a large sleeping room containing several beds
Παράδειγμα
Her
dorm room
was
small
,
with
just
enough
space
for
twin beds
and
a
desk
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App