LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Door latch
/dˈɔː lˈatʃ/
/dˈoːɹ lˈætʃ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "door latch"
Door latch
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
spring-loaded doorlock that can only be opened from the outside with a key
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
door knocker
door key
door head
door guard
door frame
door lintel
door louver
door mullion
door panel
door prize
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App