LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Donnish
/dˈɒnɪʃ/
/dˈɑːnɪʃ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "donnish"
donnish
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
marked by a narrow focus on or display of learning especially its trivial aspects
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
donnian
donner pass
donnean
donne
donna
donor
donor card
donut
donut chart
donut hole
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App