LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Done with
/dˈʌn wɪð/
/dˈʌn wɪð/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "done with"
done with
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having no further concern with
word family
done with
done with
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
done thing
done in
done and dusted
done
donburi
donee
doner kebab
dong
dongle
dongpo pork
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App