Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Domination
01
κυριαρχία
social control by dominating
02
κυριαρχία, επικράτηση
the power or influence that one has over other things or people
Λεξικό Δέντρο
predomination
domination
dominate
domin
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κυριαρχία
κυριαρχία, επικράτηση
Λεξικό Δέντρο