LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Dogtrot
/dˈɒɡtɹɒt/
/dˈɑːɡtɹɑːt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "dogtrot"
Dogtrot
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a steady trot like that of a dog
word family
dogtrot
dogtrot
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
dogtooth violet
dogtooth
dogstooth check
dogsled
dogshit
dogwatch
dogwood
dogwood family
dogwood tree
dogy
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App