LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Dkl
/dˌiːkˌeɪˈɛl/
/dˌiːkˌeɪˈɛl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "dkl"
Dkl
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a metric unit of volume or capacity equal to 10 liters
word family
dkl
dkl
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
dkg
djinny
djinni
djinn
djibouti franc
dkm
dm
dmd
dmitri dmitrievich shostakovich
dmitri shostakovich
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App