Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Disk jockey
01
ραδιοφωνικός παρουσιαστής, DJ
a radio presenter that announces and plays recorded music
Παραδείγματα
The disk jockey played some classic rock songs that got everyone dancing at the party.
Ο δισκοτζόκεϋ έπαιξε μερικά κλασικά ροκ τραγούδια που έκαναν όλους να χορέψουν στο πάρτι.
The radio station hired a new disk jockey to host the morning show.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός προσέλαβε έναν νέο disc jockey για να φιλοξενήσει την πρωινή εκπομπή.



























