Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Allergy
01
αλλεργία
a medical condition in which one's body severely reacts to a specific substance if it is inhaled, touched, or ingested
Παραδείγματα
Her peanut allergy is so severe that even a small amount can trigger a serious reaction.
Η αλλεργία της στα φιστίκια είναι τόσο σοβαρή που ακόμη και μια μικρή ποσότητα μπορεί να προκαλέσει σοβαρή αντίδραση.
He carries an epinephrine injector at all times due to his severe bee sting allergy.
Κουβαλάει μια ένεση επινεφρίνης ανά πάσα στιγμή λόγω της σοβαρής αλλεργίας του στις μέλισσες.



























