LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Allergenic
/ˌælədʒˈɛnɪk/
/ˈæɫɝdʒənɪk/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "allergenic"
allergenic
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
relating to or having the effect of an allergen
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
allergen
allentown
allen wrench
allen tate
allen stewart konigsberg
allergic
allergic eczema
allergic reaction
allergic rhinitis
allergist
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App