LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Diggings
/dˈɪɡɪŋz/
/dˈɪɡɪŋz/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "diggings"
Diggings
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
temporary living quarters
02
an excavation for ore or precious stones or for archaeology
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
digging up
digging bar
digging
digger wasp
digger
dighted
digiscoping
digit
digital
digital advertising
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App