LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Diesel fuel
/dˈiːzəl fjˈuːəl/
/dˈiːzəl fjˈuːəl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "diesel fuel"
Diesel fuel
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a heavy mineral oil used as fuel in diesel engines
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
diesel engine
diesel
dies irae
diervilla sessilifolia
diervilla lonicera
diesel locomotive
diesel motor
diesel multiple unit
diesel oil
diesel-electric
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App