LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Dickinson
/dˈɪkɪnsən/
/ˈdɪkɪnsən/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "dickinson"
Dickinson
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
United States poet noted for her mystical and unrhymed poems (1830-1886)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
dickie-seat
dickhead
dickeybird
dickey-seat
dickey-bird
dicksonia
dicksoniaceae
dicky
dicky-bird
dicky-seat
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App