Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
diagonally
01
διαγώνια, λοξά
in a slanted direction, forming an angle with a given line or surface
Παραδείγματα
She cut the fabric diagonally to create a unique pattern.
Έκοψε το ύφασμα διαγώνια για να δημιουργήσει ένα μοναδικό σχέδιο.
The cat crossed the room diagonally, avoiding obstacles.
Η γάτα διέσχισε το δωμάτιο διαγώνια, αποφεύγοντας εμπόδια.
Λεξικό Δέντρο
diagonally
diagonal
diagon



























