Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
alkaline
01
αλκαλικός
refering to substances that have a pH greater than 7, indicating a basic or non-acidic nature
Παραδείγματα
Soap is often alkaline, making it effective for cleaning grease and oils.
Το σαπούνι είναι συχνά αλκαλικό, κάτι που το καθιστά αποτελεσματικό στον καθαρισμό λίπους και ελαίων.
Many household cleaning products contain alkaline ingredients to remove tough stains.
Πολλά οικιακά καθαριστικά περιέχουν αλκαλικά συστατικά για την αφαίρεση δυσκολοκαθάριστων λεκέδων.



























