LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Deskbound
/dˈɛskbaʊnd/
/dˈɛskbaʊnd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "deskbound"
deskbound
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
restricted to working in an office rather than in an active physical capacity
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
desk-bound
desk sergeant
desk phone
desk officer
desk dictionary
deskman
desktop
desktop computer
desktop publishing
desmanthus
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App