Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dependability
01
αξιοπιστία, εμπιστοσύνη
the quality of being reliable and trustworthy
Παραδείγματα
Her dependability at work earned her a promotion.
Η αξιοπιστία της στη δουλειά της χάρισε μια προαγωγή.
The team valued his dependability during the challenging project.
Η ομάδα εκτίμησε την αξιοπιστία του κατά τη διάρκεια της προκλητικής εργασίας.
Λεξικό Δέντρο
undependability
dependability
dependable
depend



























