LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Denudate
/dɪnjˈuːdeɪt/
/dɪnˈuːdeɪt/
Verb (1)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "denudate"
to denudate
ΡΉΜΑ
01
lay bare
denudate
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
without the natural or usual covering
word family
denude
denude
Verb
denudate
Verb
denudation
Noun
denudation
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
denturist
denture
dentition
dentistry
dentist
denudation
denude
denuded
denumerable
denunciation
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App