Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dental
01
οδοντικός, οδοντιατρικός
related to the teeth or dentistry
Παραδείγματα
She visited the dental clinic for her regular check-up and cleaning.
Επισκέφτηκε την οδοντιατρική κλινική για το τακτικό της έλεγχο και καθαρισμό.
Dental X-rays are used to detect cavities and assess the health of the teeth and gums.
Οι οδοντιατρικές ακτινογραφίες χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση τερηδόνας και την αξιολόγηση της υγείας των δοντιών και των ούλων.
02
οδοντικός, δοντιατρικός
of or relating to dentistry
Dental
01
οδοντικός, οδοντικό σύμφωνο
a consonant sound produced with the tongue tip or blade touching the upper front teeth



























