LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Algin
/ˈaldʒɪn/
/ˈældʒɪn/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "algin"
Algin
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a gum used especially as a thickener or emulsifier
word family
algin
algin
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
algiers
algidity
algid
algic languages
algeripithecus minutus
alginate
alginic acid
algoid
algol
algolagnia
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App