LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Defat
/dɪfˈat/
/dɪfˈæt/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "defat"
to defat
ΡΉΜΑ
01
remove the fat from
word family
fat
fat
Verb
defat
Verb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
defang
defamiliarization
defamer
defame
defamatory
default
default judgement
default judgment
default on
default option
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App