Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to defalcate
01
καταχρώμαι, υπεξαιρώ
appropriate (as property entrusted to one's care) fraudulently to one's own use
Λεξικό Δέντρο
defalcation
defalcator
defalcate
defalc
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
καταχρώμαι, υπεξαιρώ
Λεξικό Δέντρο