Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to decentralize
01
αποκεντρώνω, μεταφέρω την εξουσία λήψης αποφάσεων
to transfer decision-making or administrative power from a central authority to local or regional entities
Παραδείγματα
The company decided to decentralize its operations, allowing regional offices to make independent decisions tailored to local market conditions.
Η εταιρεία αποφάσισε να αποκεντρωθεί τις λειτουργίες της, επιτρέποντας στα περιφερειακά γραφεία να λαμβάνουν ανεξάρτητες αποφάσεις προσαρμοσμένες στις τοπικές συνθήκες της αγοράς.
The government 's initiative aimed to decentralize administrative functions, empowering local municipalities to address community-specific needs.
Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης είχε ως στόχο την αποκέντρωση των διοικητικών λειτουργιών, ενδυναμώνοντας τις τοπικές δήμους να αντιμετωπίζουν τις συγκεκριμένες ανάγκες της κοινότητας.
Λεξικό Δέντρο
decentralize
centralize
central
centr



























