LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Dead mail
/dˈɛd mˈeɪl/
/dˈɛd mˈeɪl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "dead mail"
Dead mail
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
mail that can neither be delivered nor returned
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
dead loss
dead load
dead letter
dead leg
dead language
dead man walking
dead man's handle
dead march
dead men bite
dead men tell no tales
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App