LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Daubing
/dˈɔːbɪŋ/
/dˈɔːbɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "daubing"
Daubing
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the application of plaster
word family
daub
daub
Verb
daubing
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
dauber
daubentonia madagascariensis
daubentonia
daub
datum
daucus
daucus carota
daucus carota sativa
daugavpils
daughter
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App