LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Darkening
/dˈɑːkənɪŋ/
/ˈdɑɹkənɪŋ/, /ˈdɑɹknɪŋ/
Adjective (1)
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "darkening"
darkening
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
becoming dark or darker as from waning light or clouding over
Darkening
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
changing to a darker color
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
darkened
darken door
darken
dark-spotted
dark-skinned
darkest hour
darkest hour is just before the dawn
darkest place is under the candlestick
darkish
darkling
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App