Dandified
volume
British pronunciation/dˈændɪfˌa‍ɪd/
American pronunciation/dˈændɪfˌaɪd/

Ορισμός και Σημασία του "dandified"

01

affecting extreme elegance in dress and manner

word family

dandify

dandify

Verb

dandified

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store