Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dancing
01
χορός
the act of moving our body to music; a set of movements performed to music
Παραδείγματα
The dancing was so energetic that everyone joined in.
Ο χορός ήταν τόσο ενεργητικός που όλοι συμμετείχαν.
Dancing can be a great way to stay fit and have fun.
Ο χορός μπορεί να είναι ένας εξαιρετικός τρόπος για να παραμείνετε σε φόρμα και να διασκεδάσετε.
Λεξικό Δέντρο
dancing
dance



























