Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
damning
01
καταδικαστικός, κατηγορηματικός
strongly condemning or criticizing, often suggesting severe consequences or implications
Παραδείγματα
The damning evidence presented in court led to the defendant's conviction.
Τα καταδικαστικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο οδήγησαν στην καταδίκη του κατηγορούμενου.
Her damning testimony exposed the truth behind the scandal.
Η καταδικαστική της κατάθεση αποκάλυψε την αλήθεια πίσω από το σκάνδαλο.
Λεξικό Δέντρο
damning
damn



























