damning
damn
ˈdæm
νταιμ
ing
ɪng
ινγκ
British pronunciation
/dˈæmɪŋ/

Ορισμός και σημασία του "damning"στα αγγλικά

01

καταδικαστικός, κατηγορηματικός

strongly condemning or criticizing, often suggesting severe consequences or implications
example
Παραδείγματα
The damning evidence presented in court led to the defendant's conviction.
Τα καταδικαστικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο οδήγησαν στην καταδίκη του κατηγορούμενου.
Her damning testimony exposed the truth behind the scandal.
Η καταδικαστική της κατάθεση αποκάλυψε την αλήθεια πίσω από το σκάνδαλο.

Λεξικό Δέντρο

damning
damn
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store